- τομίδιο
- το, Νυποκορ. τού τόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος + υποκορ. κατάλ. -ίδιο (πρβλ. πινακ-ίδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τομίδιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τομίδιο — το μικρός τόμος βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Валтинос, Танасис — Танасис Валтинос греч. Θανάσης Βαλτινός Дата рождения: 1932 год(1932) Место рождения: с. Кастри, Севе … Википедия